Αρνησικυρία στα ουκρανικά
Μετάφραση: αρνησικυρία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вето
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρνησικυρία
αρνησικυρία ορισμός, αρνησικυρία συνωνυμο, λαϊκή αρνησικυρία, αρνησικυρία τι είναι, αναβλητική αρνησικυρία, αρνησικυρία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αρνησικυρία στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αρμόζων στα ουκρανικά - монтаж, монтажу
- αρνί στα ουκρανικά - лами, ягня, ягнятко, вівця
- αρνητικά στα ουκρανικά - негативно, негативний, негативну, від'ємний, негативна
- αρουραίος στα ουκρανικά - растри, щур, пацюк, Криса
Τυχαίες λέξεις
Αρνησικυρία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вето
Μεταφράσεις: вето