Αστυνόμος στα ουκρανικά
Μετάφραση: αστυνόμος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
охороняється, контрольований, маршал
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αστυνόμος
αστυνόμος α, αστυνόμος μπαλούρδος, αστυνόμος σαίνης, αστυνόμος πέπε, αστυνόμος μπέκας, αστυνόμος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αστυνόμος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αστυνομία στα ουκρανικά - полюси, незначний, дрібний, поліція
- αστυνομεύω στα ουκρανικά - дрібний, полюси, незначний, Поліцейська, поліцейський, поліційна, Полицейская
- αστυφύλακας στα ουκρανικά - охороняється, контрольований, констебль, констеблю
- αστός στα ουκρανικά - городянин, співгромадянин, й городянин, містянин, міщанин
Τυχαίες λέξεις
Αστυνόμος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: охороняється, контрольований, маршал
Μεταφράσεις: охороняється, контрольований, маршал