Ασυλία στα ουκρανικά

Μετάφραση: ασυλία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
притулок, захисток, імунітет
Ασυλία στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασυλία

ασυλία dancing with the stars, ασυλία ετυμολογία, ασυλία ορισμός, ασυλία dancing, ασυλία κασιδιάρη, ασυλία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ασυλία στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αστός στα ουκρανικά - городянин, співгромадянин, й городянин, містянин, міщанин
  • ασυδοσία στα ουκρανικά - імунний, звільнений, недоторканний, імпульсивно, вільний, імунітет
  • ασυμβίβαστος στα ουκρανικά - незрівнянно, несумісне, несумісно, несумісним, є несумісним, несумісний
  • ασυμμετρία στα ουκρανικά - асиметрія
Τυχαίες λέξεις
Ασυλία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: притулок, захисток, імунітет