Ασχολία στα ουκρανικά

Μετάφραση: ασχολία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переслідування, окупація
Ασχολία στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασχολία

ασχολία συνώνυμο, ασχολία ετυμολογία, ασχολία συνώνυμα, ασχολία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ασχολία στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ασφυξία στα ουκρανικά - удушення, ядуху, ядуха, задушення, душіння, придушення
  • ασφόδελος στα ουκρανικά - блідо-жовтий
  • ασωτία στα ουκρανικά - нездержливість, марнотратства, пияцтво, розпуста, п'янство, марнотратність, марнотратство, ...
  • ασύγχρονος στα ουκρανικά - асинхронний
Τυχαίες λέξεις
Ασχολία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: переслідування, окупація