Ατροφία στα ουκρανικά
Μετάφραση: ατροφία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розморювати, атрофія
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατροφία
ατροφία εγκεφάλου βικιπαιδεια, ατροφία κολπικού επιθηλίου, ατροφία παρεγκεφαλίδας, ατροφία στομάχου, ατροφία κόλπου, ατροφία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ατροφία στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ατονώ στα ουκρανικά - кволий, апатичний, нудний, млявий, занудливий, слабкість, слабість, ...
- ατραξιόν στα ουκρανικά - дірявити, загадка, решето, сито, просівати, екран, залучення, ...
- ατσάλι στα ουκρανικά - кресало, стальний, твердість, сталь, сталевий
- ατσαλένιος στα ουκρανικά - сталь, стальний, кресало, твердість, сталевий
Τυχαίες λέξεις
Ατροφία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: розморювати, атрофія
Μεταφράσεις: розморювати, атрофія