Βαφτιστικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: βαφτιστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хрещеник, Похресник, крестник
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βαφτιστικός
βαπτιστικός σταυρός, βαπτιστικός σταυρός για αγόρι, βαφτιστικός 2012, βαπτιστικός σταυρός αγόρι, βαφτιστικός του σακελλαρίδη, βαφτιστικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βαφτιστικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- βαφτίζω στα ουκρανικά - хрестити, користати, христити, охрестити, хреститиме
- βαφτιστήρι στα ουκρανικά - хрещеників, похресників, хресників
- βγάζω στα ουκρανικά - видобути, встановлювати, виявляти, виявити, Doff
- βδελυρός στα ουκρανικά - огидний, потворний, бридкий, найогидніший, огидне
Τυχαίες λέξεις
Βαφτιστικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: хрещеник, Похресник, крестник
Μεταφράσεις: хрещеник, Похресник, крестник