Βλάπτω στα ουκρανικά
Μετάφραση: βλάπτω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
макі, шкодити, пошкоджувати, збиток, псуватись, шкода, пошкодження, біль, болю
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βλάπτω
βλάπτω αρχαια, βλαπτω συνώνυμο, βλάπτω αντώνυμο, ρήμα βλάπτω, βλάπτω αρχικοί χρόνοι, βλάπτω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βλάπτω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- βλάβη στα ουκρανικά - наклепницький, збиток, образливий, пошкодження, шкода, несправедливий, пошкоджувати, ...
- βλάκας στα ουκρανικά - неук, дурисвіт, дурень, ідіоте, дурний, осел, обманювати, ...
- βλέμμα στα ουκρανικά - дурень, вдивитися, вдивлятися, споглядати, дивитися, дивитись
- βλέπω στα ουκρανικά - находити, єпархія, роздивлятись, марнотратний, знать, бачити, побачити
Τυχαίες λέξεις
Βλάπτω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: макі, шкодити, пошкоджувати, збиток, псуватись, шкода, пошкодження, біль, болю
Μεταφράσεις: макі, шкодити, пошкоджувати, збиток, псуватись, шкода, пошкодження, біль, болю