Βρώμα στα ουκρανικά
Μετάφραση: βρώμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сморід, вонь
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βρώμα
βρώμα και δυσωδία, βρώμα ετυμολογία, μπόχα βρώμα, βρώμα βρώμα πωπω βρώμα, το βρώμα, βρώμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βρώμα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- βρύο στα ουκρανικά - верес, москіти, мох, мохи, лишайник
- βρύση στα ουκρανικά - постукувати, використанню, ключ, отвір, резервуар, джерело, джерельце, ...
- βρώμη στα ουκρανικά - овес, вівса
- βρώμικος στα ουκρανικά - мерзенний, брудний, занепалий, вугіллям, радіоактивний, непристойний, огидний, ...
Τυχαίες λέξεις
Βρώμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: сморід, вонь
Μεταφράσεις: сморід, вонь