Γήινος στα ουκρανικά
Μετάφραση: γήινος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
земний, суєтний, земної, земній, земного, земну
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γήινος
γήινος φλοιός, γήινος μαγνητισμός, γήινος άγγελος, γήινος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, γήινος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- γέρος στα ουκρανικά - стародавній, давній, старий, старе, Параметри теми Старий, View Blog Старий, стара
- γέφυρα στα ουκρανικά - перекривати, перенісся, перемичка, підлога, міст, мост
- γήρανση στα ουκρανικά - окислювання, старіння, дозрівання, окислення
- γίγαντας στα ουκρανικά - величезний, гігант, велетень, гігантський, гигант, гіганта
Τυχαίες λέξεις
Γήινος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: земний, суєтний, земної, земній, земного, земну
Μεταφράσεις: земний, суєтний, земної, земній, земного, земну