Γενικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: γενικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
недокладний, звичайний, загальний, спільний, головний, полководець, всюди, генеральний, генерального
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γενικός
γενικός γραμματέας κυβέρνησης, γενικός δείκτης χα, γενικός γραμματέας αποκεντρωμένης διοίκησης κρήτης, γενικός οικοδομικός κανονισμός, γενικός κανονισμός λιμένα, γενικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, γενικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- γενικά στα ουκρανικά - звичайно, узагалі, загалом, широко, широко-широко, в, у, ...
- γενική στα ουκρανικά - родовий, генеральний, генерального
- γενικότητα στα ουκρανικά - загальність, всезагальність, всеобщность
- γεννήτρια στα ουκρανικά - генератор, виробник
Τυχαίες λέξεις
Γενικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: недокладний, звичайний, загальний, спільний, головний, полководець, всюди, генеральний, генерального
Μεταφράσεις: недокладний, звичайний, загальний, спільний, головний, полководець, всюди, генеральний, генерального