Γερανός στα ουκρανικά
Μετάφραση: γερανός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кран, тягнутися, тягтися, журавель
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γερανός
γερανός μηχάνημα, γερανός στη λάρνακα, γερανός ανύψωσης ασθενών, γερανός λάρνακα, γερανός οριγκάμι, γερανός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, γερανός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- γεράνι στα ουκρανικά - герань
- γερακάρης στα ουκρανικά - сокольничий, Gerakaris
- γεροδεμένος στα ουκρανικά - цупкий, щільний, огрядний, рослий, високий, високий на зріст, великого зросту, ...
- γεροντικός στα ουκρανικά - старечий
Τυχαίες λέξεις
Γερανός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: кран, тягнутися, тягтися, журавель
Μεταφράσεις: кран, тягнутися, тягтися, журавель