Δίκη στα ουκρανικά
Μετάφραση: δίκη, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
іспит, слушно, випробний, справедливо, суд, суду
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δίκη
δίκη μάριου παπαγεωργίου, δίκη παπαγεωργόπουλου, δίκη υπεξαίρεσης, δίκη της δευτέρας, δίκη προθέσεων, δίκη λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δίκη στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- δίκαια στα ουκρανικά - достатньо, явно, доволі, неупереджено, справедливо, досить
- δίκαιος στα ουκρανικά - світлий, чемний, середній, прояснятися, добренько, закон, ярмарок, ...
- δίκτυο στα ουκρανικά - плетінка, мережа, мережу, сітка, співтовариство, мережі
- δίλημμα στα ουκρανικά - дилема
Τυχαίες λέξεις
Δίκη στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: іспит, слушно, випробний, справедливо, суд, суду
Μεταφράσεις: іспит, слушно, випробний, справедливо, суд, суду