Δασμοί στα ουκρανικά

Μετάφραση: δασμοί, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вартування, наряд, режим, потужність, ушанування, обов'язки, обов'язку, обов'язків, Обязанности, обов'язок
Δασμοί στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δασμοί

δασμοί εισαγωγών από αμερική, δασμοί αυτοκινήτων, δασμοί εισαγωγής από κίνα, δασμοί αντιντάμπινγκ, δασμοί μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, δασμοί λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δασμοί στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • δαπανηρός στα ουκρανικά - любий, цінний, любій, коштовний, любої, любою, дорогий, ...
  • δασκάλα στα ουκρανικά - викладач, вчителька, вихователь, вчитель, учитель
  • δασμολόγιο στα ουκρανικά - тариф, розцінка, тарифний, тарифу
  • δασοκομία στα ουκρανικά - лісу, ліси, лісництво, лісівництво, лісове господарство, лiсове господарство, лiсове господарство Сiльське господарство, ...
Τυχαίες λέξεις
Δασμοί στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вартування, наряд, режим, потужність, ушанування, обов'язки, обов'язку, обов'язків, Обязанности, обов'язок