Δασμολόγιο στα ουκρανικά

Μετάφραση: δασμολόγιο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тариф, розцінка, тарифний, тарифу
Δασμολόγιο στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δασμολόγιο

ελληνικό δασμολόγιο, δασμολόγιο 2014, δασμολόγιο 2012, κοινοτικό δασμολόγιο, δασμολόγιο 2013, δασμολόγιο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δασμολόγιο στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • δασκάλα στα ουκρανικά - викладач, вчителька, вихователь, вчитель, учитель
  • δασμοί στα ουκρανικά - вартування, наряд, режим, потужність, ушанування, обов'язки, обов'язку, ...
  • δασοκομία στα ουκρανικά - лісу, ліси, лісництво, лісівництво, лісове господарство, лiсове господарство, лiсове господарство Сiльське господарство, ...
  • δασολογία στα ουκρανικά - лісництво, лісу, лісівництво, ліси, лісове господарство, лiсове господарство, лiсове господарство Сiльське господарство, ...
Τυχαίες λέξεις
Δασμολόγιο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: тариф, розцінка, тарифний, тарифу