Δασοκομία στα ουκρανικά

Μετάφραση: δασοκομία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лісу, ліси, лісництво, лісівництво, лісове господарство, лiсове господарство, лiсове господарство Сiльське господарство, лiсове господарство Сiльське
Δασοκομία στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δασοκομία

εφαρμοσμένη δασοκομία, δασοκομία πόλεων, δασοκομία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δασοκομία στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • δασμοί στα ουκρανικά - вартування, наряд, режим, потужність, ушанування, обов'язки, обов'язку, ...
  • δασμολόγιο στα ουκρανικά - тариф, розцінка, тарифний, тарифу
  • δασολογία στα ουκρανικά - лісництво, лісу, лісівництво, ліси, лісове господарство, лiсове господарство, лiсове господарство Сiльське господарство, ...
  • δασοφύλακας στα ουκρανικά - лісничим, лісник, лісничий, лісівник, рейнджер
Τυχαίες λέξεις
Δασοκομία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: лісу, ліси, лісництво, лісівництво, лісове господарство, лiсове господарство, лiсове господарство Сiльське господарство, лiсове господарство Сiльське