Δεσμοφύλακας στα ουκρανικά

Μετάφραση: δεσμοφύλακας, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тюремник, Тюремнику, тюремщик, ключар, тюремника
Δεσμοφύλακας στα ουκρανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δεσμοφύλακας

δεσμοφύλακας ο πόνος, δεσμοφύλακας λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δεσμοφύλακας στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • δεσμευτικός στα ουκρανικά - з'єднання, зв'язування, обкладинка, оправа, обов'язковий, обов'язкова, обов'язкового, ...
  • δεσμεύω στα ουκρανικά - учинити, затримувати, робити, зв'язувати, вчинити, зраджувати, оправити, ...
  • δεσμός στα ουκρανικά - заняття, злуку, сутичка, діло, зв'язок, бона, пов'язувати, ...
  • δεσποινίς στα ουκρανικά - перекручує, мадемуазель, мадмуазель
Τυχαίες λέξεις
Δεσμοφύλακας στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: тюремник, Тюремнику, тюремщик, ключар, тюремника