Δεσπόζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: δεσπόζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
придушувати, домінувати, стримувати, здержувати, підноситися, підніматися, височіти, височітиме, підноситиметься
Δεσπόζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δεσπόζω

δεσπόζω βικιλεξικο, δεσπόζω λεξικο, θεσπίζω ορισμός, δεσπόζω ετυμολογία, δεσπόζω συνώνυμα, δεσπόζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δεσπόζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • δεσποινίς στα ουκρανικά - перекручує, мадемуазель, мадмуазель
  • δεσποτικός στα ουκρανικά - автократ, самодержець, деспотичний, імперіалістичний, деспот, владний, владна, ...
  • δευτερεύων στα ουκρανικά - підпорядкований, вторинний, підкорений, вторинна
  • δευτερόλεπτο στα ουκρανικά - підкріпляти, по-друге, підкріпити, підтримати, другий, другої, другій, ...
Τυχαίες λέξεις
Δεσπόζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: придушувати, домінувати, стримувати, здержувати, підноситися, підніматися, височіти, височітиме, підноситиметься