Δηλητηρίαση στα ουκρανικά
Μετάφραση: δηλητηρίαση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
отруйник, отрутник, отруєння
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δηλητηρίαση
δηλητηρίαση απο αυγό, δηλητηρίαση σκύλου, δηλητηρίαση από μύδια, δηλητηρίαση από νερό, δηλητηρίαση γάτας, δηλητηρίαση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δηλητηρίαση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- δεύτερος στα ουκρανικά - підтримати, підкріпити, підкріпляти, по-друге, другий, другої, другій, ...
- δηκτικός στα ουκρανικά - ображений, руйнування, знищує, що знищує, нищівний, нищівного, знищуватиме
- δηλητηριώδης στα ουκρανικά - отруєння, псування, розбещення, отруйний, отрутний
- δηλώνω στα ουκρανικά - заявляти, повідомляти, висловіться, називати, оголошувати, оголошуватиме, оголошуватимуть
Τυχαίες λέξεις
Δηλητηρίαση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: отруйник, отрутник, отруєння
Μεταφράσεις: отруйник, отрутник, отруєння