Διάταγμα στα ουκρανικά
Μετάφραση: διάταγμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наказати, розпорядження, ухвала, указ, декрет
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διάταγμα
διάταγμα παραλαβής, διάταγμα περιοριστικών μέτρων, διάταγμα καρακάλλα, διάταγμα των μεδιολάνων ένας νέος δρόμος ανοίγεται για τους χριστιανούς, διάταγμα του 311, διάταγμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διάταγμα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- διάστημα στα ουκρανικά - передохнути, крапка, міжміський, цикл, період, передихнути, чарівність, ...
- διάσωση στα ουκρανικά - палімпсест, рескрипт, порятунок, спасіння, врятування, рятування
- διάταξη στα ουκρανικά - обрис, низка, ряд, лава, конфігурація, становище, положення, ...
- διάφορα στα ουκρανικά - видання, інший, другий, іншого, іншої, інше
Τυχαίες λέξεις
Διάταγμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: наказати, розпорядження, ухвала, указ, декрет
Μεταφράσεις: наказати, розпорядження, ухвала, указ, декрет