Διαστολή στα ουκρανικά
Μετάφραση: διαστολή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розповсюджування, розповсюдження, поширення, поширювання, простір, експансія, розширення
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαστολή
διαστολή τραχήλου, διαστολή νερού, διαστολή κόρης ματιού, διαστολή συστολή, διαστολή συστολή νερού, διαστολή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διαστολή στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- διασταλτός στα ουκρανικά - розтяжний, розтяжним, безрозмірний
- διασταύρωση στα ουκρανικά - дратівливий, нервовий, з'єднання, підключення, поєднання, сполука, сполучення
- διαστρεβλώνω στα ουκρανικά - попереджає, спотворення, перекручування, викривлення, перекручення
- διασυρμός στα ουκρανικά - приниження, биття, наругу, ганьбу, паплюження, зневагу, ганьблення
Τυχαίες λέξεις
Διαστολή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: розповсюджування, розповсюдження, поширення, поширювання, простір, експансія, розширення
Μεταφράσεις: розповсюджування, розповсюдження, поширення, поширювання, простір, експансія, розширення