Διαφοροποιώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: διαφοροποιώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відрізняти, розрізнювати, диференціювати
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαφοροποιώ
διαφοροποιώ συνώνυμο, διαφοροποιώ συνώνυμα, διαφοροποιώ στα αγγλικά, διαφοροποιώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διαφοροποιώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- διαφορετικά στα ουκρανικά - інакше, іншому
- διαφορετικός στα ουκρανικά - інакший, різний, іншій, диферент, несхожий, інший, нежиттєвий, ...
- διαφυγή στα ουκρανικά - витік, теча, просочуватися, втечу, втеча, пагін
- διαφωνία στα ουκρανικά - мінятися, обмінятися, сваритися, розійтися, спори, спір, обмін, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαφοροποιώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: відрізняти, розрізнювати, диференціювати
Μεταφράσεις: відрізняти, розрізнювати, диференціювати