Δικάζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: δικάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
присудити, їдиш, оголошувати, присуджувати, суддя
Δικάζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δικάζω

δικάζω αρχικοι χρονοι, δικάζω στα αγγλικά, δικάζω translated, δικάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δικάζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διηθώ στα ουκρανικά - рід, розтягнення, роде, фільтр, світлофільтр, розтягання, плем'я, ...
  • διθυραμβικός στα ουκρανικά - спустошення, дифірамбічній
  • δικαίωμα στα ουκρανικά - оснащення, снасті, оснастка, право, права
  • δικαιοδοσία στα ουκρανικά - юристи, юрисдикція, юрисдикцію
Τυχαίες λέξεις
Δικάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: присудити, їдиш, оголошувати, присуджувати, суддя