Δικανικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: δικανικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
судовий, судочинства, судову, судова, судового
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικανικός
δικανικός ορισμός, δικανικός συλλογισμός, δικανικός ψυχολόγος, δικανικός λόγος, δικανικός ρήτορας, δικανικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δικανικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- δικαιοσύνη στα ουκρανικά - своєчасний, чесність, справедливість, справедливості
- δικαιώνω στα ουκρανικά - виправдує, виправдовувати, виправдувати, виправдати
- δικαστήριο στα ουκρανικά - суд, трибунал, урядування, дворище, подвір'я, двір, корт, ...
- δικαστής στα ουκρανικά - викладацький, суддя
Τυχαίες λέξεις
Δικανικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: судовий, судочинства, судову, судова, судового
Μεταφράσεις: судовий, судочинства, судову, судова, судового