Δύναμη στα ουκρανικά
Μετάφραση: δύναμη, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розсипчастий, порошкоподібний, примусити, примушувати, поліція, сила, мст, насилувати, потужність
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δύναμη
δύναμη βόλου, δύναμη δημιουργίας, δύναμη ζωής, δύναμη ζωής δούρου, δύναμη laplace, δύναμη λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δύναμη στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- δόρυ στα ουκρανικά - спис, списа, списі
- δότης στα ουκρανικά - донор
- δύση στα ουκρανικά - жилет, захід, Запад
- δύσκαμπτος στα ουκρανικά - жорсткий, твердий, жорстку
Τυχαίες λέξεις
Δύναμη στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: розсипчастий, порошкоподібний, примусити, примушувати, поліція, сила, мст, насилувати, потужність
Μεταφράσεις: розсипчастий, порошкоподібний, примусити, примушувати, поліція, сила, мст, насилувати, потужність