Εγκάθετος στα ουκρανικά

Μετάφραση: εγκάθετος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тріщати, клакер, мову, тріскотіти, тріскачка, сидіти, сидітиме, сидітимуть
Εγκάθετος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκάθετος

εγκάθετος ορισμός, εγκάθετος λεξικό, εγκάθετος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εγκάθετος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εγγύτητα στα ουκρανικά - близькість
  • εγείρομαι στα ουκρανικά - воскрети, піднятися, здійматися, поставати, зростання, ріст, зріст
  • εγκάρδιος στα ουκρανικά - сердечний, серцевий
  • εγκέφαλος στα ουκρανικά - розум, мозок
Τυχαίες λέξεις
Εγκάθετος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: тріщати, клакер, мову, тріскотіти, тріскачка, сидіти, сидітиме, сидітимуть