Εγκάρδιος στα ουκρανικά
Μετάφραση: εγκάρδιος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сердечний, серцевий
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκάρδιος
εγκάρδιος συνώνυμο, εγκάρδιος αγγλικά, εγκάρδιος συνώνυμα, εγκάρδιος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εγκάρδιος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εγείρομαι στα ουκρανικά - воскрети, піднятися, здійматися, поставати, зростання, ріст, зріст
- εγκάθετος στα ουκρανικά - тріщати, клакер, мову, тріскотіти, тріскачка, сидіти, сидітиме, ...
- εγκέφαλος στα ουκρανικά - розум, мозок
- εγκαθίσταμαι στα ουκρανικά - визначати, осаджуватися, врегулювати, урегулювати, врегульовувати
Τυχαίες λέξεις
Εγκάρδιος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: сердечний, серцевий
Μεταφράσεις: сердечний, серцевий