Εγκαρτέρηση στα ουκρανικά

Μετάφραση: εγκαρτέρηση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поступатись, складати, скорятися, підкорюватися, наполегливість
Εγκαρτέρηση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκαρτέρηση

εγκαρτέρηση συνώνυμα, εγκαρτέρηση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εγκαρτέρηση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εγκαινιάζω στα ουκρανικά - відчинити, ініціали, відкриття, відкривати, відкритий, відчиняти, відкрити
  • εγκαλώ στα ουκρανικά - просити, звинувачувати, неоціненний, придиратися, прохати, обвинувачувати, звинувачуватимуть
  • εγκατάλειψη στα ουκρανικά - занедбаність, полишення, абандон, дитини, дитину, відмова, відмову, ...
  • εγκατάσταση στα ουκρανικά - установка, встановлення, установлення
Τυχαίες λέξεις
Εγκαρτέρηση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: поступатись, складати, скорятися, підкорюватися, наполегливість