Εγκυμοσύνη στα ουκρανικά
Μετάφραση: εγκυμοσύνη, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вагітність, вагітності
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκυμοσύνη
εγκυμοσύνη 13η εβδομάδα, εγκυμοσύνη πρώτος μήνας, εγκυμοσύνη χωρίς συμπτώματα, εγκυμοσύνη ανα εβδομάδα, εγκυμοσύνη συμπτώματα, εγκυμοσύνη λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εγκυμοσύνη στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εγκρίνω στα ουκρανικά - санкціонувати, схвалити, схвалювати, утверджувати, затвердити, утвердити, ухвалити, ...
- εγκρατής στα ουκρανικά - помірний, поміркований, ощадливий, стриманий, слабкий, легкий, помірне, ...
- εγκόσμιος στα ουκρανικά - тлінний, часовою, часової, часовий, часовій, мирської, мирського, ...
- εγχάραξη στα ουκρανικά - гравюра
Τυχαίες λέξεις
Εγκυμοσύνη στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вагітність, вагітності
Μεταφράσεις: вагітність, вагітності