Εκσκαφέας στα ουκρανικά

Μετάφραση: εκσκαφέας, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
грабар, екскаватор
Εκσκαφέας στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκσκαφέας

εκσκαφέας-φορτωτής jcb, εκσκαφέας με συρόμενο κάδο, εκσκαφέας-φορτωτής, εκσκαφέας pc200, εκσκαφέας βιντεο, εκσκαφέας λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εκσκαφέας στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εκρήγνυμαι στα ουκρανικά - підривати, вибухніть, розпускатися, розбивати, вивергатися, виверження, вивергатись, ...
  • εκροή στα ουκρανικά - виконати, розвантаження, демобілізований, погашення, звільнення, відтік, відплив
  • εκστατικός στα ουκρανικά - несамовитий, нестатичний, екстатичний, екстатичне
  • εκστομίζω στα ουκρανικά - вимовлятися, досконалий, крайній, вимовляти, реп
Τυχαίες λέξεις
Εκσκαφέας στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: грабар, екскаватор