Ελάττωμα στα ουκρανικά

Μετάφραση: ελάττωμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
провина, нестача, відсутній, недостача, дефект
Ελάττωμα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελάττωμα

ελάττωμα in english, πραγματικό ελάττωμα, κατασκευαστικό ελάττωμα, νομικό ελάττωμα, ελάττωμα καρράς, ελάττωμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ελάττωμα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εκών στα ουκρανικά - добровільний, старанний, готовий, ладний, Уіллі, Віллі, Уїллі, ...
  • ελάσσων στα ουκρανικά - дрібнота, блешня, мілька, неповнолітній, неповнолітня, неповнолітнього
  • ελάττωση στα ουκρανικά - зменшування, усунення, ослаблення, анулювання, скорочення, зменшення
  • ελάφι στα ουκρανικά - олень, олені, оленя
Τυχαίες λέξεις
Ελάττωμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: провина, нестача, відсутній, недостача, дефект