Ενίσχυση στα ουκρανικά

Μετάφραση: ενίσχυση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
побільшення, доповнення, збільшення, армований, поширення, посилення, підсилення
Ενίσχυση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενίσχυση

ενίσχυση δικαιούχων για την απόκτηση της ιδιότητας του ενεργειακού επιθεωρητή, ενίσχυση ενεργειακών επιθεωρητών, ενίσχυση αυτοεκτίμησης, ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας, ενίσχυση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ενίσχυση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ενήλικας στα ουκρανικά - літній, пристаркуватий, дорослий, літньою, для
  • ενήλικος στα ουκρανικά - літній, пристаркуватий, дорослий, літньою, для
  • εναγής στα ουκρανικά - бридкий, клянеться, огидний, противний, проклятий, гидкий, позивач
  • εναγόμενος στα ουκρανικά - обвинувачений, відповідач
Τυχαίες λέξεις
Ενίσχυση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: побільшення, доповнення, збільшення, армований, поширення, посилення, підсилення