Εναιώρημα στα ουκρανικά

Μετάφραση: εναιώρημα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
суспензія, підвішування, вішання, висячий, підвіска, подвеска
Εναιώρημα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εναιώρημα

εναιώρημα ορισμός, πόσιμο εναιώρημα, εναιώρημα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εναιώρημα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εναγής στα ουκρανικά - бридкий, клянеться, огидний, противний, проклятий, гидкий, позивач
  • εναγόμενος στα ουκρανικά - обвинувачений, відповідач
  • εναιώρημα στα ουκρανικά - суспензія, підвішування, вішання, висячий, підвіска, подвеска
  • εναλλάσσω στα ουκρανικά - заступник, чергування, замісник, альтернат, заступника
  • εναλλαγή στα ουκρανικά - посередницький, зміна, чергування
Τυχαίες λέξεις
Εναιώρημα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: суспензія, підвішування, вішання, висячий, підвіска, подвеска