Εννοώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: εννοώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
солодкомовний, означати, означатиме, означатимуть
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εννοώ
εννοώ σημασία, εννοώ συνωνυμα, εννοώ την ημέραν εκείνην, εννοώ την ημέραν, εννοώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εννοώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ενισχύω στα ουκρανικά - розширити, розширтеся, осаджувати, розширювати, прискорити, рекламування, переплести, ...
- εννέα στα ουκρανικά - дев'ятка, дев'ять, дев'ятеро, дев'ятій, дев`ять
- ενοίκιο στα ουκρανικά - славетний, відомий, оренда, Аренда, прокат, здам
- ενοικίαση στα ουκρανικά - прокат
Τυχαίες λέξεις
Εννοώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: солодкомовний, означати, означатиме, означатимуть
Μεταφράσεις: солодкомовний, означати, означатиме, означатимуть