Εξάρθρωση στα ουκρανικά

Μετάφραση: εξάρθρωση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переміщення, неполадка, порушення, розлад, нелад, вивих, звих
Εξάρθρωση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξάρθρωση

εξάρθρωση γνάθου, εξάρθρωση ισχίου, εξάρθρωση γονάτου, εξάρθρωση επιγονατίδας, εξάρθρωση δακτύλου, εξάρθρωση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εξάρθρωση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εξάπλωση στα ουκρανικά - простір, поширювання, розповсюджування, експансія, поширення, розповсюдження, поширеною
  • εξάπτω στα ουκρανικά - вихователь, дитина, дитино, збуджувати, порушувати, чи порушувати, порушуватиме, ...
  • εξάρτημα στα ουκρανικά - складовий, компонент, компонентів
  • εξάρτηση στα ουκρανικά - довіру, довіра, довір'я, залежність, колонія
Τυχαίες λέξεις
Εξάρθρωση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: переміщення, неполадка, порушення, розлад, нелад, вивих, звих