Εξιλεώνομαι στα ουκρανικά
Μετάφραση: εξιλεώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
викупати, загладити, загладжувати, відшкодовувати, зараз, спокутувати, викупити, надолужити, відкупити
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξιλεώνομαι
εξιλεώνομαι σημασία, εξιλεώνομαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εξιλεώνομαι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εξημέρωση στα ουκρανικά - звичка, навичка, приручення
- εξημερώνω στα ουκρανικά - приручати, приручити
- εξισώνω στα ουκρανικά - врівноважувати, зрівняйте, зрівнювати, прирівнювати, дорівнювати, ототожнювати
- εξογκώνω στα ουκρανικά - здіймати, перестарайтеся, пухлину, перевтомлювати, збудливий, розбухнути, підважувати, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξιλεώνομαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: викупати, загладити, загладжувати, відшкодовувати, зараз, спокутувати, викупити, надолужити, відкупити
Μεταφράσεις: викупати, загладити, загладжувати, відшкодовувати, зараз, спокутувати, викупити, надолужити, відкупити