Επίθεση στα ουκρανικά
Μετάφραση: επίθεση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наступ, образливий, цькувати, штурм, наступальний, нападати, напад, атака, атакувати, труїти, штурмувати, атаку
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίθεση
επίθεση τύπου ddos, επίθεση στο συρμό 123, επίθεση δέχτηκε πριν λίγη ώρα ο πρωθυπουργός α. σαμαράς έξω από το μέγαρο μουσικής, επίθεση στο συρμό, επίθεση στο σταθμό 13, επίθεση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επίθεση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- επίδομα στα ουκρανικά - щедрість, дозволяти, дозволити, користь, грант, допомога, обдаровувати, ...
- επίδραση στα ουκρανικά - нащадок, ефект
- επίθετο στα ουκρανικά - прізвище, прикметник, прізвисько, прилагательное, іменник
- επίκαιρος στα ουκρανικά - сприятливий, актуальний, актуальне, життєвий, життєвого, життєвої
Τυχαίες λέξεις
Επίθεση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: наступ, образливий, цькувати, штурм, наступальний, нападати, напад, атака, атакувати, труїти, штурмувати, атаку
Μεταφράσεις: наступ, образливий, цькувати, штурм, наступальний, нападати, напад, атака, атакувати, труїти, штурмувати, атаку