Επιβάτης στα ουκρανικά

Μετάφραση: επιβάτης, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сідок, пасажирський, пасажир, пасажирка, пасажира
Επιβάτης στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιβάτης

επιβάτης του χαμένου boeing ανέβασε πριν δύο ώρες status στο facebook, επιβάτης προαστιακού, επιβάτης δάρρα, επιβάτης του μπόινγκ ανέβασε φωτογραφία δείτε τι δείχνει, επιβάτης στίχοι, επιβάτης λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επιβάτης στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • επηρεάζω στα ουκρανικά - прикидатися, діяти, кохати, уражати, хвилювати, влада, владу, ...
  • επιβάλλω στα ουκρανικά - влаштовувати, установлювати, примусити, впертість, розбити, спонукайте, метастаз, ...
  • επιβίβαση στα ουκρανικά - вантаж, посадка, посадку, садіння
  • επιβίωση στα ουκρανικά - виживання, пережиток
Τυχαίες λέξεις
Επιβάτης στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: сідок, пасажирський, пасажир, пасажирка, пасажира