Επιδέξια στα ουκρανικά

Μετάφραση: επιδέξια, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спритно, вміло, уміло, вправно
Επιδέξια στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιδέξια

επιδέξια συνώνυμο, επιδέξια αγγλικά, επιδέξια λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επιδέξια στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • επιγράφω στα ουκρανικά - вписувати, записувати, уписувати, вписуватиме
  • επιγραφή στα ουκρανικά - напис, надпис
  • επιδέξιος στα ουκρανικά - знавець, тямущий, спритний, досвідчений, майстерний, вправний, митецький, ...
  • επιδαψίλευση στα ουκρανικά - марнотратно, epidapsilefsi
Τυχαίες λέξεις
Επιδέξια στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: спритно, вміло, уміло, вправно