Επικουρικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: επικουρικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підсобний, допоміжний, додатковий, помічник, філія, філіал, філію, филиал, філії
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επικουρικός
επικουρικός λεξικό, επικουρικός αγγλικά, επικουρικός ακτινοφυσικός, επικουρικός ιατρός, επικουρικόσ μαστόσ, επικουρικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επικουρικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- επικοινωνώ στα ουκρανικά - повідомлятись, зноситись, повідомте, передати, спілкуватися, спілкуватись
- επικουρία στα ουκρανικά - довідник, зарадити, допомагати, помагати, допомога, допомогти, допомогу, ...
- επικράτηση στα ουκρανικά - поширеність, розповсюдженість
- επικρίνω στα ουκρανικά - вибухати, гриміти, підривати, критикувати, розкритикувати, докоріть, блисніть, ...
Τυχαίες λέξεις
Επικουρικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: підсобний, допоміжний, додатковий, помічник, філія, філіал, філію, филиал, філії
Μεταφράσεις: підсобний, допоміжний, додатковий, помічник, філія, філіал, філію, филиал, філії