Ερημίτης στα ουκρανικά
Μετάφραση: ερημίτης, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пустинник, відлюдник, самітник, пустельник, отшельник
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ερημίτης
ερημίτησ παξοί, μάκησ ερημίτησ, ερημίτης κέρκυρα, ερημίτης ταρώ, ερημίτης κάβουρας, ερημίτης λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ερημίτης στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ερευνητής στα ουκρανικά - науково-дослідний, дослідницький, дослідити, дослідник
- ερευνώ στα ουκρανικά - сканування, риття, скандувати, сканувати, занепокоєння, вивчати, рийтеся, ...
- ερημικός στα ουκρανικά - ізолюється, відлюдник, самітник, пустельник, отшельник
- ερημώνω στα ουκρανικά - сплюндрувати, зменшуватися, плюндрувати, скорочуватися, спустошувати, зменшуватись, населення зменшилося
Τυχαίες λέξεις
Ερημίτης στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: пустинник, відлюдник, самітник, пустельник, отшельник
Μεταφράσεις: пустинник, відлюдник, самітник, пустельник, отшельник