Εσπευσμένος στα ουκρανικά

Μετάφραση: εσπευσμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
різкий, швидкий, опришкуватий, бистрий, запальний, поспішний, поспішне, квапливий, поспішна
Εσπευσμένος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εσπευσμένος

εσπευσμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εσπευσμένος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εσοχή στα ουκρανικά - кут, глухе, ніша, альков, альтанка, закут, клин, ...
  • εσπερινός στα ουκρανικά - вечірня, вечерня, вечірню, вечерню
  • εστία στα ουκρανικά - сфокусувати, фокусувати, фокус, вогнище, осередок, очаг, затишок
  • εστιατόριο στα ουκρανικά - ресторан, ресторану, ресторані, власний ресторан
Τυχαίες λέξεις
Εσπευσμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: різкий, швидкий, опришкуватий, бистрий, запальний, поспішний, поспішне, квапливий, поспішна