Εφεύρεση στα ουκρανικά

Μετάφραση: εφεύρεση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
винайдення, винахід, відкриття
Εφεύρεση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εφεύρεση

εφεύρεση χαρτιού, εφεύρεση τηλεφωνου, εφεύρεση υπολογιστή, εφεύρεση κινητού τηλεφώνου, εφεύρεση τηλέφωνο, εφεύρεση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εφεύρεση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εφευρετικός στα ουκρανικά - винаходи, винахідливий, вигадливий, винахідлива
  • εφευρετικότητα στα ουκρανικά - винахідливість
  • εφηβεία στα ουκρανικά - моложавість, юність, статева зрілість, полова зрілість
  • εφηβικός στα ουκρανικά - підлітковий, підліток, дівочий, юнацький, шлюбний, шлюбного, шлюбну
Τυχαίες λέξεις
Εφεύρεση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: винайдення, винахід, відкриття