Θέσπισμα στα ουκρανικά

Μετάφραση: θέσπισμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розпорядження, ухвала, декрет, указ, наказати, статут, статуту, устав, втомившись
Θέσπισμα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θέσπισμα

κλητήριο θέσπισμα, κλητήριον θέσπισμα, θέσπισμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, θέσπισμα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • θέρμη στα ουκρανικά - запал, жар, запопадливість, пристрасть, лихоманка, поривання
  • θέση στα ουκρανικά - положення, походження, стверджувати, становище, утверджувати, місцеположення, статут, ...
  • θήκη στα ουκρανικά - шапка, капюшон, утримувач, газгольдер, гребінь, орендатор, прецедент, ...
  • θίασος στα ουκρανικά - гості, товариство, гости, співрозмовник, трупа, трупи, трупу
Τυχαίες λέξεις
Θέσπισμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: розпорядження, ухвала, декрет, указ, наказати, статут, статуту, устав, втомившись