Ιδιότροπος στα ουκρανικά
Μετάφραση: ιδιότροπος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
примхи, вередливий, вигадливий, дивний, темпераментний, примхливий, химерний, чудернацький
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιδιότροπος
ιδιότροπος λεξικό, ιδιότροπος συνωνυμα, ιδιότροπος in english, ιδιότροπος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ιδιότροπος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ιδιόμορφος στα ουκρανικά - дивний, особливий, кумедний, своєрідний, єдиний, своєрідна, своєрідне
- ιδιότητα στα ουκρανικά - властивість, атрибут, приписувати, приписати, якість
- ιδού στα ουκρανικά - помітьте, ось, от, вот
- ιδρυτής στα ουκρανικά - осідати, засновник, впасти, упасти, фундатор, засновника
Τυχαίες λέξεις
Ιδιότροπος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: примхи, вередливий, вигадливий, дивний, темпераментний, примхливий, химерний, чудернацький
Μεταφράσεις: примхи, вередливий, вигадливий, дивний, темпераментний, примхливий, химерний, чудернацький