Καθρέφτης στα ουκρανικά

Μετάφραση: καθρέφτης, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
Дзеркало, дзеркала, Зеркало
Καθρέφτης στα ουκρανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθρέφτης

καθρέφτης αλμωπίας, καθρέπτης μπάνιου, καθρέφτης ικεα, καθρέφτης όνειρο, καθρέφτης αυτοκινήτου για μωρά, καθρέφτης λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καθρέφτης στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • καθορισμένος στα ουκρανικά - покласти, задати, налагодити, налагоджувати, фіксований
  • καθοριστικός στα ουκρανικά - переконливий, рішучий, вирішальний, визначник, визначника, определитель
  • καθυστέρηση στα ουκρανικά - напад, запізнення, наліт, забаритися, затримка, баритися, зупинення, ...
  • καθυστερημένος στα ουκρανικά - пізній, повільний, відсталий, назад, розумово відсталий, розумово відстала, розумово неповноцінний
Τυχαίες λέξεις
Καθρέφτης στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: Дзеркало, дзеркала, Зеркало