Καλπάζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: καλπάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
галоп, галопом
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καλπάζω
καλπάζω συνώνυμο, καλπάζω συνωνυμο, καλπάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καλπάζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- καλοφαγάς στα ουκρανικά - гурман
- καλοφτιαγμένος στα ουκρανικά - глянсуватий, лискучий, гладенький, прилизаний, стрункий, струнка
- καλπασμός στα ουκρανικά - галоп, галопом
- καλόβουλος στα ουκρανικά - зичливий, добродійний, благодійницький, загартований, загартована, гартований
Τυχαίες λέξεις
Καλπάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: галоп, галопом
Μεταφράσεις: галоп, галопом