Κατακτώ στα ουκρανικά

Μετάφραση: κατακτώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бороти, підкоряти, перемагати, завоюйте, скоряти, підкорювати, впокорювати, підкорюватиме
Κατακτώ στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατακτώ

κατακτώ αγγλικά, κατακτώ μετάφραση, κατακτώ english, κατακτώ συνώνυμο, κατακτω συνώνυμα, κατακτώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κατακτώ στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κατακραυγή στα ουκρανικά - перекричати, протест, відповідь
  • κατακτητής στα ουκρανικά - переможець, звитяжець, завойовник, завоеватель
  • κατακυρώνω στα ουκρανικά - нагороджувати, вирішення, розв'язування, ухвала, збити
  • κατακόκκινος στα ουκρανικά - ясно-червоний, яскраво-червоний, червоний, аленький, Червоненька, Червона, Аленька
Τυχαίες λέξεις
Κατακτώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: бороти, підкоряти, перемагати, завоюйте, скоряти, підкорювати, впокорювати, підкорюватиме