Κατηγορούμενος στα ουκρανικά

Μετάφραση: κατηγορούμενος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підсудний, відповідач, обвинувачуваний, підсудні, обвинувачений, звинувачений, звинувачуваний, обвинуваченого
Κατηγορούμενος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατηγορούμενος

ονειροκρίτης κατηγορούμενος, δις κατηγορούμενος, κατηγορούμενος συνωνυμο, κατηγορούμενος στα αγγλικά, κατηγορούμενος αγγλικα, κατηγορούμενος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κατηγορούμενος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κατηγορία στα ουκρανικά - видаток, нарахування, листовою, напад, листової, звинувачування, обвинувачення, ...
  • κατηγορηματικός στα ουκρανικά - ствердний, догматичний, експліцитний, влучний, виразний, ясний, докладний, ...
  • κατηγορώ στα ουκρανικά - стверджувати, пошліться, звинувачувати, показник, приписати, дороговказ, звинувачуйте, ...
  • κατηφορίζω στα ουκρανικά - схил, нахил, укіс, котитися, котитиметься, котиться, котитись
Τυχαίες λέξεις
Κατηγορούμενος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: підсудний, відповідач, обвинувачуваний, підсудні, обвинувачений, звинувачений, звинувачуваний, обвинуваченого