Κατοχή στα ουκρανικά
Μετάφραση: κατοχή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
окупація, діяльність, заволодіння, володіння, фах, професія
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατοχή
κατοχή αντίσταση και απελευθέρωση, κατοχή 1941, κατοχή ναρκωτικών ποινή, κατοχή λεξικό, κατοχή στην ελλάδα, κατοχή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κατοχή στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κατολίσθηση στα ουκρανικά - ландшафт, ковзний, ковзаючий, ковзає, що ковзає, змінний
- κατορθώνω στα ουκρανικά - досягнути, домагатися, досягніть, досягати, досягти, добиватися, покласти
- κατοχυρώνω στα ουκρανικά - мінливий, охорона, різноманітний, охороняти, гарантія, захищати, зміцнювати, ...
- κατράμι στα ουκρανικά - дьоготь, смола, крок
Τυχαίες λέξεις
Κατοχή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: окупація, діяльність, заволодіння, володіння, фах, професія
Μεταφράσεις: окупація, діяльність, заволодіння, володіння, фах, професія