Κείμαι στα ουκρανικά
Μετάφραση: κείμαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кришки, keimai
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κείμαι
κείμαι ετυμολογια, κείμαι κλίση, κείμαι αρχικοί χρόνοι, κείμαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κείμαι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- καύσιμο στα ουκρανικά - горючий, пальний, горюче
- καύσιμος στα ουκρανικά - горючий, пальний, горюче
- κείμενο στα ουκρανικά - виходе, утверджування, перехід, епізод, коридор, текст, текст можна, ...
- κειμήλιο στα ουκρανικά - спадщина, коштовність, дорогоцінність, скарб
Τυχαίες λέξεις
Κείμαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: кришки, keimai
Μεταφράσεις: кришки, keimai